- ἐπιτετραμμένοι
- ἐπιτρέπωto turn toperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
επιτετραμμένος — η, ο [επιτρέπω] (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτρέπω) 1. αυτός που επιτρέπεται, ο θεμιτός, ο μη απαγορευμένος 2. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί με κοινή αναγνώριση ένα έργο κοινωνικού ενδιαφέροντος (α. «οι επιτετραμμένοι τής τάξεως» β. «ο… … Dictionary of Greek